-
1 κατα-δρομή
κατα-δρομή, ἡ, 1) das Anrennen gegen Einen, der Streifzug, Thuc. 1, 142; τὴν χώραν καταδρομαῖς λείαν ἐποιεῖτο 8, 41; καταδρομὰς ποιεῖσϑαι 7, 27, wie Xen. Cyr. 3, 3, 23; καταδρομῆς γενομένης τῶν φυγάδων Lys. 20, 28; ὥςπερ καταδρομὴν ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Plat. Rep. V, 472 a; vgl. καταδρομὴν μέλλει ποιεῖσϑαι περὶ ἐμοῦ Aesch. 1, 135. Oft bei Pol., auch übertr., κατὰ τοῦ Ἐφόρου Τίμαιος πλείστην πεποίηται καταδρομήν 12, 23, 1, er zieht gegen ihn mit heftigem Tadel los; auch öfter bei Ath. – 2) Zufluchtsort, Schlupfwinkel, Ael. H. A. 2, 9. 5, 49.
-
2 καταδρομη
ἥ1) набег, нашествие(καταδρομὰς ποιεῖσθαι Thuc.; καταδρομαῖς πορθεῖν χώραν τινά Plut.)
καταδρομῆς γενομένης Lys. — во время набега2) перен. нападение, выпад(ἐπὴ τὸν λόγον τινός Plat.)
κατά τινος πλείστην ποιεῖσθαι καταδρομήν Polyb. — наброситься на кого-л. с резкими нападками -
3 καταδρομή
καταδρομή, ἡ,A inroad, raid, Th.1.142; ἐνέδραι καὶ κ. Id.5.56;καταδρομὰς ποιεῖσθαι Id.7.27
, etc.;κ. γενομένης Lys.20.28
;ὥσπερ κ. ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Pl.R. 472a
; charge, of troops in battle, LXX 2 Ma.5.3; assault, PRein.18.19(pl., ii B.C.).2 metaph., attack, invective,κ. μέλλει περὶ ἐμοῦ ποιεῖσθαι Aeschin.1.135
, cf. D.H.Th.3;κατά τινος Plb.12.23.1
;ἐν καταδρομῆς μέρει λέγεται περί τινος S.E.M. 2.43
.2 perh. = cryptoporticus, IGRom.4.159.23 ([place name] Cyzicus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδρομή
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский